- επαρχιωτισμός
- ο провинциализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαρχιωτισμός — ο η συμπεριφορά τού επαρχιώτη, η έλλειψη καλών τρόπων, η χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. provincialisme). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επαρχιωτισμός — ο καθετί που διακρίνει τον επαρχιώτη σχετικά με τον πρωτευουσιάνο, έλλειψη λεπτών τρόπων, χωριατιά, χωριατοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)